- διαπορθμευόμενοι
- διαπορθμεύωcarry overpres part mp masc nom/voc plδιαπορθμεύωcarry overpres part mp masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.